- σκιραφώδης
- σκῐρᾰφ-ώδης, ες,A tricky, swindling, AB101 (where σκιραπ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιραφώδης — ῶδες, Α [σκίραφος] απατεώνας, κατεργάρης … Dictionary of Greek